- ισκιώνω
- -ιωσα, -ιώθηκα, ισκιωμένος, -η,-ο1. σκιάζω, σκεπάζω με σκιά.2. μτφ., προστατεύω, προφυλάγω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.